ἐπῃτιάσαντο

ἐπῃτιάσαντο
ἐπῃτιά̱σαντο , ἐπαιτιάομαι
bring a charge against
aor ind mp 3rd pl (attic)
ἐπῃτιά̱σαντο , ἐπαιτιάομαι
bring a charge against
aor ind mp 3rd pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επαιτιώμαι — ἐπαιτιῶμαι, άομαι (Α) (αποθ.) 1. κατηγορώ κάποιον για κάτι, τού επιρρίπτω ευθύνες, τόν θεωρώ αίτιο για κάτι, τόν ενοχοποιώ («οὐκ ἔχειν ὅντινα ἐπαιτιᾱται», Ηρόδ.) 2. παραπονιέμαι για κάτι («τήν τε ἰδίαν συμφοράν [τῆς φυγῆς] ἐπητιάσαντο», Θουκ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”